κατσίκα: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του ζώου [[αίγα]], [[γίδα]]<br /><b>2.</b> υβριστική [[προσωνυμία]] γυναίκας («άφησε την [[κατσίκα]] να φωνάζει»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεγεθ. του [[κατσίκι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κεφάλ</i>-<i>α</i>, <i>μαχαίρ</i>-<i>α</i>). Στη [[συνέχεια]] η μεγεθ. [[σημασία]] έπαψε να γίνεται αισθητή].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του ζώου [[αίγα]], [[γίδα]]<br /><b>2.</b> υβριστική [[προσωνυμία]] γυναίκας («άφησε την [[κατσίκα]] να φωνάζει»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεγεθ. του [[κατσίκι]] ([[πρβλ]]. <i>κεφάλ</i>-<i>α</i>, <i>μαχαίρ</i>-<i>α</i>). Στη [[συνέχεια]] η μεγεθ. [[σημασία]] έπαψε να γίνεται αισθητή].
}}
}}

Revision as of 13:21, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. κοινή ονομασία του ζώου αίγα, γίδα
2. υβριστική προσωνυμία γυναίκας («άφησε την κατσίκα να φωνάζει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. του κατσίκι (πρβλ. κεφάλ-α, μαχαίρ-α). Στη συνέχεια η μεγεθ. σημασία έπαψε να γίνεται αισθητή].