κελλί: Difference between revisions

From LSJ

Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg

Menander, Monostichoi, 534
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κελί]], το (ΑΜ [[κελλίον]] και κέλλιον, Μ και [[κελίον]] και [[κελί]] και [[κελίν]])<br />ιδιαίτερο [[δωμάτιο]], [[κάμαρα]], [[θάλαμος]] («ἔχει δὲ ἡ αὐλὴ κέλλια ἕξ», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[δωμάτιο]] φυλακής<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις μικρές κοιλότητες της κηρήθρας, όπου [[συνήθως]] οι μέλισσες αποθέτουν το [[μέλι]] ή αφήνει τα αβγά της η [[βασίλισσα]] για [[εκκόλαψη]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δωμάτιο]] [[μοναχού]] σε [[μοναστήρι]]<br /><b>2.</b> [[δωμάτιο]] ή [[σπίτι]] κληρικού<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπερώο]], [[σοφίτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλλα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νησ</i>-<i>ίον</i>, <i>τοπ</i>-<i>ίον</i>)].
|mltxt=και [[κελί]], το (ΑΜ [[κελλίον]] και κέλλιον, Μ και [[κελίον]] και [[κελί]] και [[κελίν]])<br />ιδιαίτερο [[δωμάτιο]], [[κάμαρα]], [[θάλαμος]] («ἔχει δὲ ἡ αὐλὴ κέλλια ἕξ», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[δωμάτιο]] φυλακής<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις μικρές κοιλότητες της κηρήθρας, όπου [[συνήθως]] οι μέλισσες αποθέτουν το [[μέλι]] ή αφήνει τα αβγά της η [[βασίλισσα]] για [[εκκόλαψη]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δωμάτιο]] [[μοναχού]] σε [[μοναστήρι]]<br /><b>2.</b> [[δωμάτιο]] ή [[σπίτι]] κληρικού<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπερώο]], [[σοφίτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλλα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίον</i> ([[πρβλ]]. <i>νησ</i>-<i>ίον</i>, <i>τοπ</i>-<i>ίον</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κελί, το (ΑΜ κελλίον και κέλλιον, Μ και κελίον και κελί και κελίν)
ιδιαίτερο δωμάτιο, κάμαρα, θάλαμος («ἔχει δὲ ἡ αὐλὴ κέλλια ἕξ», πάπ.)
νεοελλ.
1. μικρό δωμάτιο φυλακής
2. καθεμιά από τις μικρές κοιλότητες της κηρήθρας, όπου συνήθως οι μέλισσες αποθέτουν το μέλι ή αφήνει τα αβγά της η βασίλισσα για εκκόλαψη
νεοελλ.-μσν.
1. δωμάτιο μοναχού σε μοναστήρι
2. δωμάτιο ή σπίτι κληρικού
αρχ.
υπερώο, σοφίτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλλα + υποκορ. κατάλ. -ίον (πρβλ. νησ-ίον, τοπ-ίον)].