κοιλιολυτώ: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κοιλιολυτῶ, -έω (Α)<br />[[προκαλώ]] [[λύση]] της κοιλιάς, δηλ. [[διευκολύνω]] την [[κένωση]], [[ενεργώ]] καθαρτικώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λυτῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λυτός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρο</i>-<i>λυτώ</i>, <i>ευ</i>-<i>λυτώ</i>].
|mltxt=κοιλιολυτῶ, -έω (Α)<br />[[προκαλώ]] [[λύση]] της κοιλιάς, δηλ. [[διευκολύνω]] την [[κένωση]], [[ενεργώ]] καθαρτικώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λυτῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λυτός]]), [[πρβλ]]. <i>ακρο</i>-<i>λυτώ</i>, <i>ευ</i>-<i>λυτώ</i>].
}}
}}

Revision as of 13:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

κοιλιολυτῶ, -έω (Α)
προκαλώ λύση της κοιλιάς, δηλ. διευκολύνω την κένωση, ενεργώ καθαρτικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -λυτῶ (< λυτός), πρβλ. ακρο-λυτώ, ευ-λυτώ].