κοιλοκρόταφος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοιλοκρόταφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κοίλους, βαθουλούς κροτάφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κρόταφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρόταφος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δολιχο</i>-[[κρόταφος]], <i>πολιο</i>-[[κρόταφος]].
|mltxt=[[κοιλοκρόταφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κοίλους, βαθουλούς κροτάφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κρόταφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρόταφος]]), [[πρβλ]]. <i>δολιχο</i>-[[κρόταφος]], <i>πολιο</i>-[[κρόταφος]].
}}
}}

Revision as of 13:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλοκρότᾰφος Medium diacritics: κοιλοκρόταφος Low diacritics: κοιλοκρόταφος Capitals: ΚΟΙΛΟΚΡΟΤΑΦΟΣ
Transliteration A: koilokrótaphos Transliteration B: koilokrotaphos Transliteration C: koilokrotafos Beta Code: koilokro/tafos

English (LSJ)

ον, A with hollow temples, Aret.SD2.7.

German (Pape)

[Seite 1466] mit hohlen Schläfen, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλοκρότᾰφος: -ον, ἔχων κοίλους κροτάφους, Ἀρεταί. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 7.

Greek Monolingual

κοιλοκρόταφος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοίλους, βαθουλούς κροτάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -κρόταφος (< κρόταφος), πρβλ. δολιχο-κρόταφος, πολιο-κρόταφος.