Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολοκύθι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κολοκύντιον]], Μ και [[κολοκύθιον]] και κολοκύνθι[ο]ν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «κολοκύθια με τη [[ρίγανη]]» ή «κολοκύθια τούμπανα» ή «κολοκύθια στο [[πάτερο]]» — ή, [[απλώς]], «κολοκύθια» — [[λόγια]] ανόητα ή [[χωρίς]] [[σημασία]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[ποντικός]] δεν χώραε στην [[τρύπα]] του κι έσερνε κολοκύθια» — λέγεται γι' αυτούς που προσπαθούν να κάνουν [[κάτι]] [[πέρα]] από τις δυνάμεις τους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[καρπός]] του φυτού [[κολοκυθιά]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] υγρών που κατασκευάζεται από τον καρπό ενός είδους του φυτού [[κολοκυθιά]], νεροκολοκύθα<br /><b>αρχ.</b><br />(υποκορ. του [[κολοκύνθη]]) μικρή [[κολοκυθιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κολοκύντιον]] <span style="color: red;"><</span> <i>κολοκύνθιον</i>. Ο τ. <i>κολοκύνθιον</i>, υποκορ. του [[κολοκύνθη]], και ο τ. [[κολοκύθι]](<i>ον</i>) με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>νθ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανθός]]: [[αθός]])].
|mltxt=το (AM [[κολοκύντιον]], Μ και [[κολοκύθιον]] και κολοκύνθι[ο]ν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «κολοκύθια με τη [[ρίγανη]]» ή «κολοκύθια τούμπανα» ή «κολοκύθια στο [[πάτερο]]» — ή, [[απλώς]], «κολοκύθια» — [[λόγια]] ανόητα ή [[χωρίς]] [[σημασία]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[ποντικός]] δεν χώραε στην [[τρύπα]] του κι έσερνε κολοκύθια» — λέγεται γι' αυτούς που προσπαθούν να κάνουν [[κάτι]] [[πέρα]] από τις δυνάμεις τους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[καρπός]] του φυτού [[κολοκυθιά]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] υγρών που κατασκευάζεται από τον καρπό ενός είδους του φυτού [[κολοκυθιά]], νεροκολοκύθα<br /><b>αρχ.</b><br />(υποκορ. του [[κολοκύνθη]]) μικρή [[κολοκυθιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κολοκύντιον]] <span style="color: red;"><</span> <i>κολοκύνθιον</i>. Ο τ. <i>κολοκύνθιον</i>, υποκορ. του [[κολοκύνθη]], και ο τ. [[κολοκύθι]](<i>ον</i>) με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>νθ</i>- ([[πρβλ]]. [[ανθός]]: [[αθός]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (AM κολοκύντιον, Μ και κολοκύθιον και κολοκύνθι[ο]ν)
νεοελλ.
1. φρ. «κολοκύθια με τη ρίγανη» ή «κολοκύθια τούμπανα» ή «κολοκύθια στο πάτερο» — ή, απλώς, «κολοκύθια» — λόγια ανόητα ή χωρίς σημασία
2. παροιμ. «ο ποντικός δεν χώραε στην τρύπα του κι έσερνε κολοκύθια» — λέγεται γι' αυτούς που προσπαθούν να κάνουν κάτι πέρα από τις δυνάμεις τους
νεοελλ.-μσν.
1. ο καρπός του φυτού κολοκυθιά
2. δοχείο υγρών που κατασκευάζεται από τον καρπό ενός είδους του φυτού κολοκυθιά, νεροκολοκύθα
αρχ.
(υποκορ. του κολοκύνθη) μικρή κολοκυθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κολοκύντιον < κολοκύνθιον. Ο τ. κολοκύνθιον, υποκορ. του κολοκύνθη, και ο τ. κολοκύθι(ον) με απλοποίηση του συμπλέγματος -νθ- (πρβλ. ανθός: αθός)].