κοιλιοκάκη: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> [[διαταραχή]] της εντερικής απορρόφησης λόγω δυσανεξίας στη γλουτένη, η οποία παρατηρείται [[προπαντός]] στα βρέφη και προκαλεί [[κυρίως]] υπερβολική [[διάρροια]], κοιλιακό μετεωρισμό και υποθρεψία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως [[προς]] το α' συνθετικό της, | |mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> [[διαταραχή]] της εντερικής απορρόφησης λόγω δυσανεξίας στη γλουτένη, η οποία παρατηρείται [[προπαντός]] στα βρέφη και προκαλεί [[κυρίως]] υπερβολική [[διάρροια]], κοιλιακό μετεωρισμό και υποθρεψία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως [[προς]] το α' συνθετικό της, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>celiac disease</i>. To μεν <i>celiac</i> ([[πρβλ]]. [[κοιλιακός]]) μεταφέρεται ως α' συνθετικό <i>κοιλιο</i>-, ενώ το <i>disease</i> αποδίδεται ως -[[κάκη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:43, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
ιατρ. διαταραχή της εντερικής απορρόφησης λόγω δυσανεξίας στη γλουτένη, η οποία παρατηρείται προπαντός στα βρέφη και προκαλεί κυρίως υπερβολική διάρροια, κοιλιακό μετεωρισμό και υποθρεψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. celiac disease. To μεν celiac (πρβλ. κοιλιακός) μεταφέρεται ως α' συνθετικό κοιλιο-, ενώ το disease αποδίδεται ως -κάκη.