κοραλλιοπλάστης: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοραλλιοπλάστης]], ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια από κοράλλια<br /><b>2.</b> (κατ' άλλους) αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια κορών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοράλλιον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάστης]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγγειο</i>-[[πλάστης]], <i>ζαχαρο</i>-[[πλάστης]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το α’ συνθετικό <i>κορ</i>-<i>άλλιον</i> [[είναι]] υποκορ. του [[κόρη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ξυστ</i>-<i>άλλιον</i>, υποκορ. του [[ξῦστρον]]) ομώνυμο του [[κοράλλιον]] «[[κοράλλι]]», που απαντά μόνο στο [[παρόν]] σύνθ. όνομα].
|mltxt=[[κοραλλιοπλάστης]], ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια από κοράλλια<br /><b>2.</b> (κατ' άλλους) αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια κορών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοράλλιον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάστης]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. <i>αγγειο</i>-[[πλάστης]], <i>ζαχαρο</i>-[[πλάστης]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το α’ συνθετικό <i>κορ</i>-<i>άλλιον</i> [[είναι]] υποκορ. του [[κόρη]] ([[πρβλ]]. <i>ξυστ</i>-<i>άλλιον</i>, υποκορ. του [[ξῦστρον]]) ομώνυμο του [[κοράλλιον]] «[[κοράλλι]]», που απαντά μόνο στο [[παρόν]] σύνθ. όνομα].
}}
}}

Revision as of 13:46, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοραλλιοπλάστης Medium diacritics: κοραλλιοπλάστης Low diacritics: κοραλλιοπλάστης Capitals: ΚΟΡΑΛΛΙΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: korallioplástēs Transliteration B: korallioplastēs Transliteration C: korallioplastis Beta Code: koralliopla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who makes images of coral, CIG3408 (Magn. Sip.).

Greek (Liddell-Scott)

κοραλλιοπλάστης: -ου, ὁ, ὁ κατασκευάζων ἀγάλματα ἐκ κοραλλίου, Σικελ. Ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3408.

Greek Monolingual

κοραλλιοπλάστης, ὁ (Α)
επιγρ.
1. αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια από κοράλλια
2. (κατ' άλλους) αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια κορών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο-πλάστης, ζαχαρο-πλάστης. Κατ' άλλη άποψη, το α’ συνθετικό κορ-άλλιον είναι υποκορ. του κόρη (πρβλ. ξυστ-άλλιον, υποκορ. του ξῦστρον) ομώνυμο του κοράλλιον «κοράλλι», που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όνομα].