κουέστα: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>(γεωμορφ.)</b> γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν απότομο κρημνό ή [[μέτωπο]] στη μια [[πλευρά]] και από μια ομαλή κλιτύ στην [[άλλη]], αλλ. [[ομοκλινής]] [[ράχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cuesta</i> <span style="color: red;"><</span> ισπαν. <i>cuesta</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>costa</i> «[[πλευρά]], [[παΐδι]]»].
|mltxt=η<br /><b>(γεωμορφ.)</b> γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν απότομο κρημνό ή [[μέτωπο]] στη μια [[πλευρά]] και από μια ομαλή κλιτύ στην [[άλλη]], αλλ. [[ομοκλινής]] [[ράχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cuesta</i> <span style="color: red;"><</span> ισπαν. <i>cuesta</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>costa</i> «[[πλευρά]], [[παΐδι]]»].
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
(γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν απότομο κρημνό ή μέτωπο στη μια πλευρά και από μια ομαλή κλιτύ στην άλλη, αλλ. ομοκλινής ράχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cuesta < ισπαν. cuesta < λατ. costa «πλευρά, παΐδι»].