κρυφή: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρυφῇ]], δωρ. τ. [[κρυφᾷ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[μυστικά]], [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. από το ουσ. [[κρυφή]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρυφ</i>- του [[κρύπτω]]), που απαντά μόνο στα σύνθ. <i>απο</i>-[[κρυφή]], <i>κατα</i>-[[κρυφή]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κομιδ</i>-<i>ῄ πανταχ</i>-<i>ῇ</i>)].
|mltxt=[[κρυφῇ]], δωρ. τ. [[κρυφᾷ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[μυστικά]], [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. από το ουσ. [[κρυφή]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρυφ</i>- του [[κρύπτω]]), που απαντά μόνο στα σύνθ. <i>απο</i>-[[κρυφή]], <i>κατα</i>-[[κρυφή]] ([[πρβλ]]. <i>κομιδ</i>-<i>ῄ πανταχ</i>-<i>ῇ</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 14:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

κρυφῇ, δωρ. τ. κρυφᾷ (Α)
επίρρ. μυστικά, κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από το ουσ. κρυφή (< θ. κρυφ- του κρύπτω), που απαντά μόνο στα σύνθ. απο-κρυφή, κατα-κρυφή (πρβλ. κομιδ-ῄ πανταχ-)].