κτηματολόγιο: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[δημόσιο]] [[βιβλίο]] στο οποίο [[είναι]] καταχωρισμένα η [[θέση]], τα όρια, το [[εμβαδόν]], η [[αξία]] και η [[κυριότητα]] τών ακινήτων μιας χώρας ή περιφέρειας, [[καθώς]] και οι εμπράγματες δικαιοπραξίες που τά αφορούν, αλλ. κτηματικό [[βιβλίο]]<br /><b>2.</b> η [[υπηρεσία]] στην οποία υπάρχει το [[βιβλίο]] αυτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> περιληπτ. κατάλ. -<i>λόγιο</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] «[[συλλέγω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δειγματο</i>-<i>λόγιο</i>, <i>τιμο</i>-<i>λόγιο</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στα <i>Βασιλικά Διατάγματα</i>].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[δημόσιο]] [[βιβλίο]] στο οποίο [[είναι]] καταχωρισμένα η [[θέση]], τα όρια, το [[εμβαδόν]], η [[αξία]] και η [[κυριότητα]] τών ακινήτων μιας χώρας ή περιφέρειας, [[καθώς]] και οι εμπράγματες δικαιοπραξίες που τά αφορούν, αλλ. κτηματικό [[βιβλίο]]<br /><b>2.</b> η [[υπηρεσία]] στην οποία υπάρχει το [[βιβλίο]] αυτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> περιληπτ. κατάλ. -<i>λόγιο</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] «[[συλλέγω]]»), [[πρβλ]]. <i>δειγματο</i>-<i>λόγιο</i>, <i>τιμο</i>-<i>λόγιο</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στα <i>Βασιλικά Διατάγματα</i>].
}}
}}

Revision as of 14:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. δημόσιο βιβλίο στο οποίο είναι καταχωρισμένα η θέση, τα όρια, το εμβαδόν, η αξία και η κυριότητα τών ακινήτων μιας χώρας ή περιφέρειας, καθώς και οι εμπράγματες δικαιοπραξίες που τά αφορούν, αλλ. κτηματικό βιβλίο
2. η υπηρεσία στην οποία υπάρχει το βιβλίο αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + περιληπτ. κατάλ. -λόγιο (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. δειγματο-λόγιο, τιμο-λόγιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στα Βασιλικά Διατάγματα].