εμβαδόν
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
Greek Monolingual
(I)
ἐμβαδόν (Α) εμβαίνω
επίρρ. με τα πόδια, περπατώντας («ἦ ἔλπεσθ', ἤν νῆας ἕλῃ... Ἕκτωρ, ἐμβαδόν ἵξεσθαι ἥ ν πατρίδα γαῖαν ἕκαστος» — αλήθεια πιστεύετε, αν καταλάβει τα πλοία ο Έκτωρ... ότι θα πάει με τα πόδια [[[μέσα]] απ' τη θάλασσα] ο καθένας στην πατρίδα του;).
(II)
το (AM ἐμβαδόν)
νεοελλ.
ο αριθμός σε τετραγωνικά μέτρα ή πήχεις που προκύπτει από τη μέτρηση της επιφάνειας
αρχ.
ορισμένη επιφάνεια, χώρος.