κυνόγλωσσος: Difference between revisions
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
mNo edit summary |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ό (Α [[κυνόγλωσσος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[γλώσσα]] όμοια με τη [[γλώσσα]] του σκύλου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κυνόγλωσσο</i>(<i>ν</i>)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] βοραγινίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κυνόγλωσσος]]<br />α) [[είδος]] ψαριού<br />β) το [[φυτό]] κυνόγλωσσο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), | |mltxt=-η, -ό (Α [[κυνόγλωσσος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[γλώσσα]] όμοια με τη [[γλώσσα]] του σκύλου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κυνόγλωσσο</i>(<i>ν</i>)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] βοραγινίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κυνόγλωσσος]]<br />α) [[είδος]] ψαριού<br />β) το [[φυτό]] κυνόγλωσσο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. <i>θεό</i>-<i>γλωσσος</i>, [[κακό]]-<i>γλωσσος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A dog-tongued: hence 1 κυνόγλωσσος, ὁ, kind of fish, Epich. 44. 2 hound's tongue, Cynoglossum columnae, Nic.Fr.71:—also κυνόγλωσσον, τό, Ps.-Dsc.4.127, Zopyr. ap. Orib.14.62.1.
Greek (Liddell-Scott)
κυνόγλωσσος: -ον, ἔχων γλῶσσαν κυνός, Ἐπίχ. 52 Ahr. ΙΙ. κυνόγλωσσον, τό, «σκυλλόγλωσσα», βοτάνη τις, Cynoglossum officinale, Διοσκ. 4. 129.
Greek Monolingual
-η, -ό (Α κυνόγλωσσος, -ον)
1. αυτός που έχει γλώσσα όμοια με τη γλώσσα του σκύλου
2. το ουδ. ως ουσ. το κυνόγλωσσο(ν)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια βοραγινίδες
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυνόγλωσσος
α) είδος ψαριού
β) το φυτό κυνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. θεό-γλωσσος, κακό-γλωσσος].