κωμογραμματεύς: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
mNo edit summary |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κωμογραμματεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />(στην Αίγυπτο [[κατά]] τους πτολεμαϊκούς και ρωμαϊκούς χρόνους) [[διοικητικός]] [[υπάλληλος]] [[κατώτερος]] του κωμάρχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] <span style="color: red;">+</span> [[γραμματεύς]] ( | |mltxt=[[κωμογραμματεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />(στην Αίγυπτο [[κατά]] τους πτολεμαϊκούς και ρωμαϊκούς χρόνους) [[διοικητικός]] [[υπάλληλος]] [[κατώτερος]] του κωμάρχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] <span style="color: red;">+</span> [[γραμματεύς]] ([[πρβλ]]. [[ιερογραμματεύς]], [[τοπογραμματεύς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:12, 23 August 2021
English (LSJ)
έως, ὁ, A administrative official in Ptolemaic Egypt, clerk of a κώμη, PPetr.3p.224 (iii B.C.), PTeb.19.9 (ii B.C.), OGI665.31 (Egypt, i A.D.), J.AJ16.7.3, etc.
German (Pape)
[Seite 1544] ὁ, Dorfschreiber, Schreiber eines Stadtviertels, Ios., Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
κωμογραμμᾰτεύς: έως, ὁ, ὁ γραμματεὺς κώμης, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 7, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 4699. 15., 4956. 31.
Greek Monolingual
κωμογραμματεύς, -έως, ὁ (Α)
(στην Αίγυπτο κατά τους πτολεμαϊκούς και ρωμαϊκούς χρόνους) διοικητικός υπάλληλος κατώτερος του κωμάρχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + γραμματεύς (πρβλ. ιερογραμματεύς, τοπογραμματεύς)].