κόττανον: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κόττανον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] μικρού σύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[κόττανον]], όπως και η λ. [[κοττάνα]], [[είναι]] πιθ. σημιτ. δάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>q</i><i>ā</i><i>t</i><i>ā</i><i>n</i>, <i>q</i><sup>e</sup><i>tannim</i> «[[μικρός]]». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>cottana</i>].
|mltxt=[[κόττανον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] μικρού σύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[κόττανον]], όπως και η λ. [[κοττάνα]], [[είναι]] πιθ. σημιτ. δάνεια, [[πρβλ]]. εβρ. <i>q</i><i>ā</i><i>t</i><i>ā</i><i>n</i>, <i>q</i><sup>e</sup><i>tannim</i> «[[μικρός]]». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>cottana</i>].
}}
}}

Revision as of 14:14, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόττᾰνον Medium diacritics: κόττανον Low diacritics: κόττανον Capitals: ΚΟΤΤΑΝΟΝ
Transliteration A: kóttanon Transliteration B: kottanon Transliteration C: kottanon Beta Code: ko/ttanon

English (LSJ)

τό, A small kind of fig, Ath.9.385a, prob. in Id.3.119b: Lat.cottanum, Plin.HN13.51.

German (Pape)

[Seite 1494] τό, eine Art kleiner Feigen, Ath. IX, 385 a, vgl. III, 119 a; cottanum od. coctanum. Martial. 7, 89.

Greek (Liddell-Scott)

κόττᾰνον: τό, εἶδος μικροῦ σύκου, Ἀθήν. 385Η, κτλ.· οὕτω: cottanum, Πλίν. 13, 10., 15, 21, Μαρτιαλ., Ἰουβενάλ.

Greek Monolingual

κόττανον, τὸ (Α)
είδος μικρού σύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κόττανον, όπως και η λ. κοττάνα, είναι πιθ. σημιτ. δάνεια, πρβλ. εβρ. qātān, qetannim «μικρός». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή cottana].