λαζουρίτης: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> σπάνιο θειοπυριτικό και αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του νατρίου και του ασβεστίου με βαθύ κυανό ή ιώδες κυανό [[χρώμα]] που αποτελεί συστατικό του ημιπολύτιμου λίθου λάπις λάζουλι και που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων και ως [[βάση]] για την [[παρασκευή]] της χρωστικής κυανό της ουλτραμαρίνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>lazurite</i> <span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>lazur</i> (<span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>l</i><i>ā</i><i>zaward</i>), <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ite</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1889-1898 στο <i>Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν</i>].
|mltxt=ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> σπάνιο θειοπυριτικό και αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του νατρίου και του ασβεστίου με βαθύ κυανό ή ιώδες κυανό [[χρώμα]] που αποτελεί συστατικό του ημιπολύτιμου λίθου λάπις λάζουλι και που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων και ως [[βάση]] για την [[παρασκευή]] της χρωστικής κυανό της ουλτραμαρίνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>lazurite</i> <span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>lazur</i> (<span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>l</i><i>ā</i><i>zaward</i>), <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ite</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1889-1898 στο <i>Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν</i>].
}}
}}

Revision as of 14:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
(ορυκτ.) σπάνιο θειοπυριτικό και αργιλοπυριτικό ορυκτό του νατρίου και του ασβεστίου με βαθύ κυανό ή ιώδες κυανό χρώμα που αποτελεί συστατικό του ημιπολύτιμου λίθου λάπις λάζουλι και που χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοσμημάτων και ως βάση για την παρασκευή της χρωστικής κυανό της ουλτραμαρίνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lazurite < μσν. λατ. lazur (< αραβ. lāzaward), + κατάλ. -ite. Η λ. μαρτυρείται από το 1889-1898 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].