λασιοχαίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λασιοχαίτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει πυκυά μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]» <span style="color: red;">+</span> [[χαίτη]] ( | |mltxt=[[λασιοχαίτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει πυκυά μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]» <span style="color: red;">+</span> [[χαίτη]] ([[πρβλ]]. <i>αδρο</i>-<i>χαίτης</i>, <i>κυανο</i>-<i>χαίτης</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, with shaggy hair, Hdn. Epim. 166.
Greek (Liddell-Scott)
λασιοχαίτης: -ου, ὁ, ἔχων πυκνήν, δασεῖαν χαίτην, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σελ. 166.
Greek Monolingual
λασιοχαίτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει πυκυά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + χαίτη (πρβλ. αδρο-χαίτης, κυανο-χαίτης)].