λεπιδόλιθος: Difference between revisions

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του βασικού καλίου και του λιθίου, που ανήκει στην [[ομάδα]] τών μαρμαρυγιών και αποτελεί το πιο διαδεδομένο [[ορυκτό]] του λιθίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>lepidolite</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lepido</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[λεπίς]], -[[ίδος]]) <span style="color: red;">+</span> <i>lite</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λίθος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].
|mltxt=ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του βασικού καλίου και του λιθίου, που ανήκει στην [[ομάδα]] τών μαρμαρυγιών και αποτελεί το πιο διαδεδομένο [[ορυκτό]] του λιθίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>lepidolite</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lepido</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[λεπίς]], -[[ίδος]]) <span style="color: red;">+</span> <i>lite</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λίθος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].
}}
}}

Revision as of 14:22, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό του βασικού καλίου και του λιθίου, που ανήκει στην ομάδα τών μαρμαρυγιών και αποτελεί το πιο διαδεδομένο ορυκτό του λιθίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lepidolite < lepido- (< λεπίς, -ίδος) + lite (< λίθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].