λυσιτόκος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυσιτόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που απαλλάσσει από τις [[ωδίνες]] του τοκετού («[[λυσιτόκος]] [[θέαινα]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κουρο</i>-[[τόκος]], <i>πρωτο</i>-[[τόκος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
|mltxt=[[λυσιτόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που απαλλάσσει από τις [[ωδίνες]] του τοκετού («[[λυσιτόκος]] [[θέαινα]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), [[πρβλ]]. <i>κουρο</i>-[[τόκος]], <i>πρωτο</i>-[[τόκος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
}}
}}

Revision as of 14:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐτόκος Medium diacritics: λυσιτόκος Low diacritics: λυσιτόκος Capitals: ΛΥΣΙΤΟΚΟΣ
Transliteration A: lysitókos Transliteration B: lysitokos Transliteration C: lysitokos Beta Code: lusito/kos

English (LSJ)

ον, A loosing the pains of child-birth, θέαινα Nonn.D.41.166. II Pass. λῡσίτοκος, set free by birth, θάλαμοι λ., i.e. eggs that have been laid, Opp.C.3.128.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιτόκος: -ον, λύουσα τοὺς πόνους ἢ τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ, θέαινα Νόνν. Δ. 41. 166. ΙΙ. Παθ., λῡσίτοκος, ἀπελευθερωθεὶς διὰ τοῦ τοκετοῦ, θάλαμοι λ., δηλ. ᾠὰ τεχθέντα, Ὀππ. Κυν. 3. 128.

French (Bailly abrégé)

[ῡῐ] ος, ον :
dont le petit ou dont l’œuf est sorti OPP C. 3.128.
Étymologie: λύω, τόκος.

Greek Monolingual

λυσιτόκος, -ον (Α)
αυτός που απαλλάσσει από τις ωδίνες του τοκετού («λυσιτόκος θέαινα», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. κουρο-τόκος, πρωτο-τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].