λουτροδάϊκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λουτροδάϊκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύθηκε στο [[λουτρό]] («[[λουτροδάϊκτος]] δ' ὤλετ' 'Αχαιῶν [[πολέμαρχος]] [[ἀνήρ]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λουτρόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δάϊκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] «[[σφάζω]], [[φονεύω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρο</i>-<i>δάικτος</i>, <i>πυργο</i>-<i>δάικτος</i>].
|mltxt=[[λουτροδάϊκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύθηκε στο [[λουτρό]] («[[λουτροδάϊκτος]] δ' ὤλετ' 'Αχαιῶν [[πολέμαρχος]] [[ἀνήρ]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λουτρόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δάϊκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] «[[σφάζω]], [[φονεύω]]»), [[πρβλ]]. <i>ανδρο</i>-<i>δάικτος</i>, <i>πυργο</i>-<i>δάικτος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λουτροδάϊκτος Medium diacritics: λουτροδάϊκτος Low diacritics: λουτροδάϊκτος Capitals: ΛΟΥΤΡΟΔΑΪΚΤΟΣ
Transliteration A: loutrodáïktos Transliteration B: loutrodaiktos Transliteration C: loutrodaiktos Beta Code: loutroda/i+ktos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A slain in the bath, A.Ch.1071 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

λουτροδάϊκτος: -ον, ὁ φονευθεὶς ἐν τῷ λουτρῷ, Αἰσχύλ. Χο. 1071.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tué dans le bain.
Étymologie: λουτρόν, δαΐζω.

Greek Monolingual

λουτροδάϊκτος, -ον (Α)
αυτός που φονεύθηκε στο λουτρόλουτροδάϊκτος δ' ὤλετ' 'Αχαιῶν πολέμαρχος ἀνήρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + -δάϊκτος (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ανδρο-δάικτος, πυργο-δάικτος].

Greek Monotonic

λουτροδάϊκτος: -ον (δαΐζω), αυτός που φονεύτηκε στο λουτρό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λουτροδάϊκτος: умерщвленный в бане (Ἀχαιῶν πολέμαρχος ἀνήρ, sc. Ἀγαμέμνων Aesch.).