λουτήρας: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "οῦνκ" to "οῦν κ") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[λουτήρ]], -ῆρος)<br />[[σκεύος]] ή κτιστό σκαφοειδές [[κατασκεύασμα]] στο οποίο πλένεται [[κάποιος]], [[μπανιέρα]] («ποίησον λουτῆρα χαλκοῦν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, [[ὥστε]] νίπτεσθαι», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> μία από τις μορφές του μορίου τών κυκλοεξανίων<br /><b>μσν.</b><br />το [[βαπτιστήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λούω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>, -<i>τῆρος</i> ( | |mltxt=ο (AM [[λουτήρ]], -ῆρος)<br />[[σκεύος]] ή κτιστό σκαφοειδές [[κατασκεύασμα]] στο οποίο πλένεται [[κάποιος]], [[μπανιέρα]] («ποίησον λουτῆρα χαλκοῦν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, [[ὥστε]] νίπτεσθαι», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> μία από τις μορφές του μορίου τών κυκλοεξανίων<br /><b>μσν.</b><br />το [[βαπτιστήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λούω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>, -<i>τῆρος</i> ([[πρβλ]]. <i>βα</i>-<i>τήρ</i>, <i>κρα</i>-<i>τήρ</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο (AM λουτήρ, -ῆρος)
σκεύος ή κτιστό σκαφοειδές κατασκεύασμα στο οποίο πλένεται κάποιος, μπανιέρα («ποίησον λουτῆρα χαλκοῦν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, ὥστε νίπτεσθαι», ΠΔ)
νεοελλ.
χημ. μία από τις μορφές του μορίου τών κυκλοεξανίων
μσν.
το βαπτιστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λούω + επίθημα -τήρ, -τῆρος (πρβλ. βα-τήρ, κρα-τήρ)].