μαζί: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(23) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ [[μαζί]] και μαζίν)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[αντάμα]], από κοινού («ζούμε [[πέντε]] [[χρόνια]] [[μαζί]]»)<br /><b>2.</b> ταυτοχρόνως, συγχρόνως («μέ επισκέφθηκαν όλοι [[μαζί]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδεία]] με..., [[συντροφιά]] με... (α. «[[φέρε]] μας [[μαζί]] με τον [[καφέ]] και λίγο [[γάλα]]» β. «δεν μέ πήραν [[μαζί]] τους»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[μαζί]] μιλάμε και [[χώρια]] καταλαβαίνουμε» — λέγεται γι' αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>μαζ</i>-<i>ίον</i>, υποκορ. του [[μᾶζα]] ( | |mltxt=(Μ [[μαζί]] και μαζίν)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[αντάμα]], από κοινού («ζούμε [[πέντε]] [[χρόνια]] [[μαζί]]»)<br /><b>2.</b> ταυτοχρόνως, συγχρόνως («μέ επισκέφθηκαν όλοι [[μαζί]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδεία]] με..., [[συντροφιά]] με... (α. «[[φέρε]] μας [[μαζί]] με τον [[καφέ]] και λίγο [[γάλα]]» β. «δεν μέ πήραν [[μαζί]] τους»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[μαζί]] μιλάμε και [[χώρια]] καταλαβαίνουμε» — λέγεται γι' αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>μαζ</i>-<i>ίον</i>, υποκορ. του [[μᾶζα]] ([[πρβλ]]. <i>ομάδιον</i>: [[ομάδι]], <i>μακάριον</i>: [[μακάρι]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
(Μ μαζί και μαζίν)
επίρρ.
1. αντάμα, από κοινού («ζούμε πέντε χρόνια μαζί»)
2. ταυτοχρόνως, συγχρόνως («μέ επισκέφθηκαν όλοι μαζί»)
νεοελλ.
1. συνοδεία με..., συντροφιά με... (α. «φέρε μας μαζί με τον καφέ και λίγο γάλα» β. «δεν μέ πήραν μαζί τους»)
2. παροιμ. «μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε» — λέγεται γι' αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μαζ-ίον, υποκορ. του μᾶζα (πρβλ. ομάδιον: ομάδι, μακάριον: μακάρι)].