μαλαγάνα: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, και μολαγάνας, ο<br />αυτός που προσπαθεί να επιτύχει τον σκοπό του με κολακείες και με προσποιητή [[αγάπη]], ο [[γαλίφης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ισπ. <i>malagana</i>. Ο τ. <i>μαλαγάνας</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαλαγάνα]], με [[αλλαγή]] γένους (<b>[[πρβλ]].</b> [[μάγκα]] &GT; [[μάγκας]])].
|mltxt=η, και μολαγάνας, ο<br />αυτός που προσπαθεί να επιτύχει τον σκοπό του με κολακείες και με προσποιητή [[αγάπη]], ο [[γαλίφης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ισπ. <i>malagana</i>. Ο τ. <i>μαλαγάνας</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαλαγάνα]], με [[αλλαγή]] γένους ([[πρβλ]]. [[μάγκα]] > [[μάγκας]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

η, και μολαγάνας, ο
αυτός που προσπαθεί να επιτύχει τον σκοπό του με κολακείες και με προσποιητή αγάπη, ο γαλίφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. malagana. Ο τ. μαλαγάνας < μαλαγάνα, με αλλαγή γένους (πρβλ. μάγκα > μάγκας)].