μεγαλοδύναμος: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλοδύναμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[δύναμη]], [[παντοδύναμος]], [[πανίσχυρος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Μεγαλοδύναμος</i><br />ο Θεός. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλοδυνάμως</i> (Α)<br />με [[μεγάλη]] [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δύναμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δύναμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτο</i>-<i>δύναμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλοδύναμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[δύναμη]], [[παντοδύναμος]], [[πανίσχυρος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Μεγαλοδύναμος</i><br />ο Θεός. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλοδυνάμως</i> (Α)<br />με [[μεγάλη]] [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δύναμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δύναμη]]), [[πρβλ]]. <i>αυτο</i>-<i>δύναμος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοδύνᾰμος Medium diacritics: μεγαλοδύναμος Low diacritics: μεγαλοδύναμος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟΣ
Transliteration A: megalodýnamos Transliteration B: megalodynamos Transliteration C: megalodynamos Beta Code: megalodu/namos

English (LSJ)

[ῠ], ον<, A very powerful, Herm. in Phdr.p.176 A., PMag.Lond.121.881, PMag.Leid.V.11.24.

German (Pape)

[Seite 106] viel vermögend, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 605; – μεγαλοδυνάμενος ist f. L, dafür Schol. Aesch. Pers. 641.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοδύνᾰμος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων μεγάλην δύναμιν, Ἑρμίας εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 176. κτλ. - Ἐπίρρ. μεγαλοδυνάμως, μετὰ μεγάλης δυνάμεως, «Cod. gr. Par. 501, fol. 191 r0 et 1197, fol. 173 v0» ἐν Annu etc. IX, σ. 31.

Spanish

que tiene gran fuerza, que tiene gran poder

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλοδύναμος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, παντοδύναμος, πανίσχυρος
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μεγαλοδύναμος
ο Θεός.
επίρρ...
μεγαλοδυνάμως (Α)
με μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -δύναμος (< δύναμη), πρβλ. αυτο-δύναμος].