λιποδρανής: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιποδρανής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[έλλειψη]] δυνάμεως, που δεν έχει [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δραίνω]] «έχω [[δύναμη]]»), | |mltxt=[[λιποδρανής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[έλλειψη]] δυνάμεως, που δεν έχει [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δραίνω]] «έχω [[δύναμη]]»), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>δρανής</i>, <i>αμφι</i>-<i>δρανής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A lacking strength (cf. ἀδρανής), Aret.SD2.6.
Greek Monolingual
λιποδρανής, -ές (Α)
αυτός που έχει έλλειψη δυνάμεως, που δεν έχει δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α-δρανής, αμφι-δρανής].