μήτρων: Difference between revisions
From LSJ
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μήτρων]], δωρ. τ. μάτρων, -ωνος, ὁ (Α)<br />[[μήτρως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταγενέστερος τ. του [[μήτρως]] ( | |mltxt=[[μήτρων]], δωρ. τ. μάτρων, -ωνος, ὁ (Α)<br />[[μήτρως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταγενέστερος τ. του [[μήτρως]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>matr</i><i>ō</i><i>na</i> «[[οικοδέσποινα]]»)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:51, 23 August 2021
English (LSJ)
Dor. μάτρ-, ωνος, ὁ, A = μήτρως, Epigr.Gr.322.5 (Sardis), 371.3 (Cotiaeum), BCH11.471 (Lydia).
Greek (Liddell-Scott)
μήτρων: Δωρ. μάτρων, ωνος, ὁ, = μήτρως, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 322. 5., 371. 3.
Greek Monolingual
μήτρων, δωρ. τ. μάτρων, -ωνος, ὁ (Α)
μήτρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. του μήτρως (πρβλ. λατ. matrōna «οικοδέσποινα»)].