μεσόσφαιρος: Difference between revisions

From LSJ

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσόσφαιρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] σφαίρας μέτριου μεγέθους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[μεσόσφαιρον]]<br />το μεσαίο [[είδος]] του ινδικού αρωματικού φυτού μαλαβάθρο, σε [[διάκριση]] από το μικρόσφαιρο και το αδρόσφαιρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφαίρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αδρό</i>-<i>σφαιρος</i>].
|mltxt=[[μεσόσφαιρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] σφαίρας μέτριου μεγέθους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[μεσόσφαιρον]]<br />το μεσαίο [[είδος]] του ινδικού αρωματικού φυτού μαλαβάθρο, σε [[διάκριση]] από το μικρόσφαιρο και το αδρόσφαιρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφαίρα]]), [[πρβλ]]. <i>αδρό</i>-<i>σφαιρος</i>].
}}
}}

Revision as of 15:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόσφαιρος Medium diacritics: μεσόσφαιρος Low diacritics: μεσόσφαιρος Capitals: ΜΕΣΟΣΦΑΙΡΟΣ
Transliteration A: mesósphairos Transliteration B: mesosphairos Transliteration C: mesosfairos Beta Code: meso/sfairos

English (LSJ)

ον, A of middle globular size, Peripl. M.Rubr.65.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόσφαιρος: -ον, ὁ ἔχων μέγεθος μεσαίας (μετρίας) σφαίρας, «ἐξινιάσαντες καλάμους... ἐπὶ λεπτὸν ἐπιδιπλώσαντες τὰ φύλλα καὶ σφαιροειδῆ ποιοῦντες διείρουσι ταῖς ἀπὸ τῶν καλάμων ἴναις· γίνεται δὲ γένη τρία τὸ ἁδρόσφαιρον, μαλάβαθρον λεγόμενον, ἐκ δὲ τοῦ ὑποδεεστέρου τὸ μεσόσφαιρον, ἐκ δὲ τοῦ μικροτέρου τὸ μικρόσφαιρον» Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 38.

Greek Monolingual

μεσόσφαιρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας μέτριου μεγέθους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόσφαιρον
το μεσαίο είδος του ινδικού αρωματικού φυτού μαλαβάθρο, σε διάκριση από το μικρόσφαιρο και το αδρόσφαιρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. αδρό-σφαιρος].