μεταχείριος: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταχείριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στα χέρια ή [[μεταξύ]] τών χεριών<br /><b>2.</b> ο [[πάνω]] στα χέρια («χέων μεταχείριον [[ὕδωρ]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[εξουσία]] κάποιου, [[υποχείριος]], [[δούλος]], [[σκλάβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. [[μετά]] χειρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[καταχείριος]], [[υποχείριος]]].
|mltxt=[[μεταχείριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στα χέρια ή [[μεταξύ]] τών χεριών<br /><b>2.</b> ο [[πάνω]] στα χέρια («χέων μεταχείριον [[ὕδωρ]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[εξουσία]] κάποιου, [[υποχείριος]], [[δούλος]], [[σκλάβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. [[μετά]] χειρός</i> ([[πρβλ]]. [[καταχείριος]], [[υποχείριος]]].
}}
}}

Revision as of 15:14, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταχείριος Medium diacritics: μεταχείριος Low diacritics: μεταχείριος Capitals: ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΟΣ
Transliteration A: metacheírios Transliteration B: metacheirios Transliteration C: metacheirios Beta Code: metaxei/rios

English (LSJ)

ον, pl. -ιοι, A in the hand, Lat. in manu, i. e. slaves, CIG3344 (Smyrna) = Epigr.Gr.313, where Kaibel emends to μετὰ χείρεσι.

German (Pape)

[Seite 157] zwischen, unter den Händen befindlich, Nonn. par. 13, 40.

Greek (Liddell-Scott)

μεταχείριος: -ον, ὁ εἰς χεῖρας, μ. ἔκδοτος Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, στίχ. 36· ἐπὶ δούλων, ὑποχείριος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3344. ΙΙ. ὁ ἄνω ἢ ὑπεράνω τῶν χειρῶν, χέων μ. ὕδωρ Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, στίχ. 8.

Greek Monolingual

μεταχείριος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στα χέρια ή μεταξύ τών χεριών
2. ο πάνω στα χέρια («χέων μεταχείριον ὕδωρ», Νόνν.)
3. αυτός που βρίσκεται στην εξουσία κάποιου, υποχείριος, δούλος, σκλάβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μετά χειρός (πρβλ. καταχείριος, υποχείριος].