μικρόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μικρόκαρπος]], -ον (Α)<br />(για φυτά) αυτός που παράγει μικρούς ως [[προς]] το [[μέγεθος]] καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ( | |mltxt=[[μικρόκαρπος]], -ον (Α)<br />(για φυτά) αυτός που παράγει μικρούς ως [[προς]] το [[μέγεθος]] καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ([[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>καρπος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A bearing small fruit, Thphr. CP2.10.2.
German (Pape)
[Seite 184] mit kleinen Früchten, Schol. Plat. 337.
Greek Monolingual
μικρόκαρπος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που παράγει μικρούς ως προς το μέγεθος καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + καρπός (πρβλ. κακό-καρπος)].