μονοσάνδαλος: Difference between revisions
From LSJ
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και μονοσάνταλος, -η, -ο (Α [[μονοσάνδαλος]], -ον)<br />αυτός που [[φορά]] ένα μόνο [[σανδάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σανδάλι]](<i>ον</i>) ( | |mltxt=και μονοσάνταλος, -η, -ο (Α [[μονοσάνδαλος]], -ον)<br />αυτός που [[φορά]] ένα μόνο [[σανδάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σανδάλι]](<i>ον</i>) ([[πρβλ]]. <i>χρυσο</i>-[[σάνδαλος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:24, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with but one sandal, Apollod.1.9.16.
German (Pape)
[Seite 205] mit einer Sandale; Apolld. 1, 9, 16; Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
μονοσάνδᾰλος: -ον, ὁ φορῶν ἓν μόνον σανδάλιον, Ἀπολλόδ. 1. 9., 16. 3.
Greek Monolingual
και μονοσάνταλος, -η, -ο (Α μονοσάνδαλος, -ον)
αυτός που φορά ένα μόνο σανδάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + σανδάλι(ον) (πρβλ. χρυσο-σάνδαλος)].