μουγγός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[μουγγός]] και [[μογγός]], -ή, -όν)<br />αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει, [[βουβός]], [[άφωνος]], [[άλαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> πολύ [[λιγόλογος]], [[αμίλητος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[σιγανός]], [[υπόκωφος]], [[χαμηλόφωνος]] («με σάλπιγγες μουγγές και τύμπανα σπασμένα», <b>Ερωτόκρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μουγγά</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε μουγγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μουγγός]] <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[μογγός]], πιθ. κατ' [[αποκοπή]] από το σύνθ. [[μογγιλάλος]] με [[κώφωση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ου</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[βουβός]] <span style="color: red;"><</span> [[βωβός]])].
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[μουγγός]] και [[μογγός]], -ή, -όν)<br />αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει, [[βουβός]], [[άφωνος]], [[άλαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> πολύ [[λιγόλογος]], [[αμίλητος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[σιγανός]], [[υπόκωφος]], [[χαμηλόφωνος]] («με σάλπιγγες μουγγές και τύμπανα σπασμένα», <b>Ερωτόκρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μουγγά</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε μουγγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μουγγός]] <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[μογγός]], πιθ. κατ' [[αποκοπή]] από το σύνθ. [[μογγιλάλος]] με [[κώφωση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ου</i>- ([[πρβλ]]. [[βουβός]] <span style="color: red;"><</span> [[βωβός]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μουγγός και μογγός, -ή, -όν)
αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει, βουβός, άφωνος, άλαλος
νεοελλ.
1. μτφ. πολύ λιγόλογος, αμίλητος
2. (για πράγματα) σιγανός, υπόκωφος, χαμηλόφωνος («με σάλπιγγες μουγγές και τύμπανα σπασμένα», Ερωτόκρ.).
επίρρ...
μουγγά
με τρόπο που αρμόζει σε μουγγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μουγγός < αρχ. μογγός, πιθ. κατ' αποκοπή από το σύνθ. μογγιλάλος με κώφωση του -ο- σε -ου- (πρβλ. βουβός < βωβός)].