μνηματίτης: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μνηματίτης]], ὁ (ΑΜ)<br /><b>φρ.</b> «[[μνηματίτης]] [[λόγος]]» — ο [[λόγος]] που εκφωνείται [[γύρω]] από τον τάφο νεκρού, [[επιτάφιος]] [[λόγος]], [[νεκρολογία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φύλακας]] τύμβου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μνῆμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ( | |mltxt=[[μνηματίτης]], ὁ (ΑΜ)<br /><b>φρ.</b> «[[μνηματίτης]] [[λόγος]]» — ο [[λόγος]] που εκφωνείται [[γύρω]] από τον τάφο νεκρού, [[επιτάφιος]] [[λόγος]], [[νεκρολογία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φύλακας]] τύμβου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μνῆμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[στυλ]]-[[ίτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 23 August 2021
English (LSJ)
λόγος [ῑ], A funeral oration, Choerob. in An.Ox.2.169, Eust.1673.45.
German (Pape)
[Seite 194] λόγος, ὁ, Gedächtnißrede, Suid., Eust.
Greek (Liddell-Scott)
μνημᾰτίτης: λόγος [ῑ], ὁ, ἐπιτάφιος λόγος, Εὐστ. 1673. 45, Χοιροβ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 2. 169.
Greek Monolingual
μνηματίτης, ὁ (ΑΜ)
φρ. «μνηματίτης λόγος» — ο λόγος που εκφωνείται γύρω από τον τάφο νεκρού, επιτάφιος λόγος, νεκρολογία
μσν.
φύλακας τύμβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνῆμα, -ατος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. στυλ-ίτης)].