χρυσότευκτος: Difference between revisions
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ, και [[χρυσεότευκτος]] Α<br />κατασκευασμένος από χρυσό (α. «χρυσότευκτα ξόανα», Δαμασκ.<br />β. «χρυσότευκτα γράμματα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χρυσεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τευκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τευκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]], φτειάχνω»), | |mltxt=-ον, ΜΑ, και [[χρυσεότευκτος]] Α<br />κατασκευασμένος από χρυσό (α. «χρυσότευκτα ξόανα», Δαμασκ.<br />β. «χρυσότευκτα γράμματα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χρυσεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τευκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τευκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]], φτειάχνω»), [[πρβλ]]. <i>χαλκό</i>-<i>τευκτος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A wrought of gold, A.Th.660, Fr.184, E.Ph.220 (lyr.), Eub.20.4, dub. in E.Med.984 (lyr., fort. legit Sch.).
German (Pape)
[Seite 1382] von Gold gemacht, bereitet; Aesch. γράμματα, Sept. 642; ἀγάλματα Eur. Phoen. 228.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσότευκτος: -ον, εἰργασμένος, κατασκευασμένος ἐκ χρυσοῦ, Αἰσχύλ. Θήβ. 660, Ἀποσπ. 184, Εὐρ. Φοίν. 220, Εὔβουλ. ἐν «Γλαύκῳ» 2· κατὰ διόρθωσιν ἀντὶ χρυσεότευκτος ἐν Εὐρ. Μηδ. 984.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fabriqué en or, fait d’or.
Étymologie: χρυσός, τεύχω.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και χρυσεότευκτος Α
κατασκευασμένος από χρυσό (α. «χρυσότευκτα ξόανα», Δαμασκ.
β. «χρυσότευκτα γράμματα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -τευκτος (< τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω, φτειάχνω»), πρβλ. χαλκό-τευκτος].
Greek Monotonic
χρῡσότευκτος: -ον, κατασκευασμένος από χρυσό, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσότευκτος: сделанный из золота, золотой (γράμματα Aesch.; ἀγάλματα, στέφανος Eur.).