ψακτήρ: Difference between revisions
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ψήκτρα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του [[ψήχω]], με [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>, [[αλλά]] εμφανίζει, [[αντί]] του αναμενόμενου αρχ. -<i>η</i>- του θ. ( | |mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ψήκτρα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του [[ψήχω]], με [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>, [[αλλά]] εμφανίζει, [[αντί]] του αναμενόμενου αρχ. -<i>η</i>- του θ. ([[πρβλ]]. [[ψήκτρα]]), -<i>ᾱ</i>- μακρό (<b>βλ. λ.</b> <i>ψήω</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = ψήκτρα, Hsch. (perh. for *ψηκτήρ).
Greek (Liddell-Scott)
ψακτήρ: ῆρος, ὁ, = ψήκτρα, Ἡσύχ. (ἴσως ἀντὶ ψυκτήρ).
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ψήκτρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του ψήχω, με επίθημα -τήρ, αλλά εμφανίζει, αντί του αναμενόμενου αρχ. -η- του θ. (πρβλ. ψήκτρα), -ᾱ- μακρό (βλ. λ. ψήω)].