ψευδός: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - ">" to ">") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που δεν μπορεί να προφέρει σωστά ορισμένους φθόγγους, [[ιδίως]] το <i>ψ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψευδής]], [[κατά]] τα δευτερόκλιτα επίθ. ( | |mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που δεν μπορεί να προφέρει σωστά ορισμένους φθόγγους, [[ιδίως]] το <i>ψ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψευδής]], [[κατά]] τα δευτερόκλιτα επίθ. ([[πρβλ]]. [[ακριβής]] > [[ακριβός]]). Το επίθ., αρχικά, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που πρόφερε εσφαλμένα, όχι σωστά, ορισμένους φθόγγους και στη [[συνέχεια]] η λεκτική [[αδυναμία]] επικεντρώθηκε στο [[γράμμα]] -<i>ψ</i>-, πιθ. λόγω της ταυτότητάς του με το αρχικό [[σύμφωνο]] του τ. [[ψευδός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
αυτός που δεν μπορεί να προφέρει σωστά ορισμένους φθόγγους, ιδίως το ψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδής, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. (πρβλ. ακριβής > ακριβός). Το επίθ., αρχικά, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που πρόφερε εσφαλμένα, όχι σωστά, ορισμένους φθόγγους και στη συνέχεια η λεκτική αδυναμία επικεντρώθηκε στο γράμμα -ψ-, πιθ. λόγω της ταυτότητάς του με το αρχικό σύμφωνο του τ. ψευδός].