ψυγός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ψυχός]], ὁ, Α<br />[[δοχείο]] ψύξης, [[κυρίως]] του γάλακτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ψυγ</i>- του [[ψύχω]] (ΙΙ) «[[παγώνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψυγεῖον]])].
|mltxt=και [[ψυχός]], ὁ, Α<br />[[δοχείο]] ψύξης, [[κυρίως]] του γάλακτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ψυγ</i>- του [[ψύχω]] (ΙΙ) «[[παγώνω]]» ([[πρβλ]]. [[ψυγεῖον]])].
}}
}}

Revision as of 15:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυγός Medium diacritics: ψυγός Low diacritics: ψυγός Capitals: ΨΥΓΟΣ
Transliteration A: psygós Transliteration B: psygos Transliteration C: psygos Beta Code: yugo/s

English (LSJ)

ὁ, A = ταρσός, Sch.Od.9.219.

Greek Monolingual

και ψυχός, ὁ, Α
δοχείο ψύξης, κυρίως του γάλακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψυγ- του ψύχω (ΙΙ) «παγώνω» (πρβλ. ψυγεῖον)].