ψηλαφίνδα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) [[είδος]] ομαδικού παιχνιδιού, η [[τυφλόμυγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψηλαφῶ</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[ίνδα]] ( | |mltxt=ἡ, Α<br />([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) [[είδος]] ομαδικού παιχνιδιού, η [[τυφλόμυγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψηλαφῶ</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[ίνδα]] ([[πρβλ]]. <i>κρυπτ</i>-[[ίνδα]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 23 August 2021
English (LSJ)
παίζειν, play A blind-man's-buff, Phryn.PSp.128B (-ίνδρα cod.).
German (Pape)
[Seite 1397] adv., gew. mit παίζειν, ein Spiel, wie unser Blindekuh spielen, wobei Einer mit verbundenen Augen einen Andern in der Gesellschaft greifen, u., wenn er ihn ergriffen hat, nennen muß, Phryn. in B. A. 73.
Greek (Liddell-Scott)
ψηλᾰφίνδᾰ: παίζειν, παιδιά τις ὁμοία πρὸς τὴν κοινῶς «τυφλομῦγαν», «ψηλαφίνδα: παιδιά τίς ἐστιν, ἑνός τινος δεδεμένου τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τοὺς ἐν κύκλῳ ψηλαφῶντος καὶ λέγοντος τοὔνομα» Α. Β. 73, 18.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) είδος ομαδικού παιχνιδιού, η τυφλόμυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλαφῶ + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτ-ίνδα)].