ψυχρήλατος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ψυχρήλατος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[μέταλλο]] ή μεταλλικό [[αντικείμενο]]) αυτός που έχει υποστεί [[ψυχρηλασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σφυρ</i>-<i>ήλατος</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=-η, -ο / [[ψυχρήλατος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[μέταλλο]] ή μεταλλικό [[αντικείμενο]]) αυτός που έχει υποστεί [[ψυχρηλασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), [[πρβλ]]. <i>σφυρ</i>-<i>ήλατος</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 15:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυχρήλᾰτος Medium diacritics: ψυχρήλατος Low diacritics: ψυχρήλατος Capitals: ΨΥΧΡΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: psychrḗlatos Transliteration B: psychrēlatos Transliteration C: psychrilatos Beta Code: yuxrh/latos

English (LSJ)

ον, (A ἐλαύνω 111.1) cold-forged, of iron implements, Plu.2.434a, Asclep. Myrl. ap. Ath.11.501b, Ath.Mech.17.2, Plu.Brut.1: γράψας ψυχρηλάτω (sic) τινὸς τὸ ὄνομα PMag.Par.1.1848.

German (Pape)

[Seite 1404] 1) kalt geschmiedet, Mathem. vett. – 2) in kaltem Wasser abgelöscht und dadurch hart u. spröde geworden, ξίφος Plut. def. or. 43 Brut. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ψυχρήλατος: -ον, (ἐλαύνω ΙΙΙ. 1) ὁ σφυρηλατηθεὶς ἐν ψυχρᾷ καταστάσει, ἐπὶ σιδηρῶν ἐργαλείων, Πλούτ. 2. 434Α, Ἀθήν. 501Β (ἔνθα ἴδε Casaub.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trempé dans l’eau froide ; durci, fortement trempé.
Étymologie: ψυχρός, ἐλαύνω.

Spanish

forjado en frío

Greek Monolingual

-η, -ο / ψυχρήλατος, -ον, ΝΜΑ
(για μέταλλο ή μεταλλικό αντικείμενο) αυτός που έχει υποστεί ψυχρηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ-ήλατος, με έκταση λόγω συνθέσεως].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχρήλατος -ον [ψυχρός, ἐλαύνω] koud gesmeed.

Russian (Dvoretsky)

ψυχρήλᾰτος: погруженный после накаливания в холодную воду, т. е. каленый (ξίφος Plut.).