ψήφιση: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ψήφισις]], -ίσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. [[ψάφιξξις]] Α<br />η [[ενέργεια]] του [[ψηφίζω]], [[ψηφοφορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλογή]] με [[ψηφοφορία]]<br /><b>2.</b> [[υπερψήφιση]], [[έγκριση]], [[επικύρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψηφίζω]], -<i>ομαι</i>. Ο τ. [[ψάφιξξις]], με εκφραστικό διπλό ουρανικό σύμφ., [[είναι]] παρλλ. διαλ. τ. (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ἐψάφιξα</i>)].
|mltxt=η / [[ψήφισις]], -ίσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. [[ψάφιξξις]] Α<br />η [[ενέργεια]] του [[ψηφίζω]], [[ψηφοφορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλογή]] με [[ψηφοφορία]]<br /><b>2.</b> [[υπερψήφιση]], [[έγκριση]], [[επικύρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψηφίζω]], -<i>ομαι</i>. Ο τ. [[ψάφιξξις]], με εκφραστικό διπλό ουρανικό σύμφ., [[είναι]] παρλλ. διαλ. τ. ([[πρβλ]]. αόρ. <i>ἐψάφιξα</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

η / ψήφισις, -ίσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. ψάφιξξις Α
η ενέργεια του ψηφίζω, ψηφοφορία
νεοελλ.
1. εκλογή με ψηφοφορία
2. υπερψήφιση, έγκριση, επικύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίζω, -ομαι. Ο τ. ψάφιξξις, με εκφραστικό διπλό ουρανικό σύμφ., είναι παρλλ. διαλ. τ. (πρβλ. αόρ. ἐψάφιξα)].