ωμικός: Difference between revisions
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό, Ν [[ώμος]]<br /><b>1.</b> (ανατ.-ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, [[ωμιαίος]] («[[ωμικός]] [[θόλος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ωμική [[ζώνη]]»<br /><b>ανατ.</b> η οστική [[ζώνη]] που σχηματίζεται από τις κλείδες [[προς]] τα [[εμπρός]] και τις ωμοπλάτες [[προς]] τα [[πίσω]].<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> (για ηλεκτρικό [[φαινόμενο]] ή [[μέγεθος]]) αυτός που διέπεται από τον νόμο του Ωμ («ωμική [[πτώση]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ωμική [[αντίσταση]]»<br /><b>φυσ.</b> ηλεκτρική [[αντίσταση]] [[κατά]] [[μήκος]] της οποίας, όταν το [[κύκλωμα]] διαρρέεται από ηλεκτρικό [[ρεύμα]], απελευθερώνεται [[ενέργεια]] με τη [[μορφή]] θερμότητας, που μπορεί να υπολογιστεί με [[βάση]] τον νόμο του [[Τζάουλ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό, Ν [[ώμος]]<br /><b>1.</b> (ανατ.-ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, [[ωμιαίος]] («[[ωμικός]] [[θόλος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ωμική [[ζώνη]]»<br /><b>ανατ.</b> η οστική [[ζώνη]] που σχηματίζεται από τις κλείδες [[προς]] τα [[εμπρός]] και τις ωμοπλάτες [[προς]] τα [[πίσω]].<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> (για ηλεκτρικό [[φαινόμενο]] ή [[μέγεθος]]) αυτός που διέπεται από τον νόμο του Ωμ («ωμική [[πτώση]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ωμική [[αντίσταση]]»<br /><b>φυσ.</b> ηλεκτρική [[αντίσταση]] [[κατά]] [[μήκος]] της οποίας, όταν το [[κύκλωμα]] διαρρέεται από ηλεκτρικό [[ρεύμα]], απελευθερώνεται [[ενέργεια]] με τη [[μορφή]] θερμότητας, που μπορεί να υπολογιστεί με [[βάση]] τον νόμο του [[Τζάουλ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>ohmic</i> <span style="color: red;"><</span> [Georg Simon] <i>Ohm</i>, όν. Γερμανού φυσικού]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό, Ν ώμος
1. (ανατ.-ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, ωμιαίος («ωμικός θόλος»)
2. φρ. «ωμική ζώνη»
ανατ. η οστική ζώνη που σχηματίζεται από τις κλείδες προς τα εμπρός και τις ωμοπλάτες προς τα πίσω.
(II)
-ή, -ό, Ν
1. φυσ. (για ηλεκτρικό φαινόμενο ή μέγεθος) αυτός που διέπεται από τον νόμο του Ωμ («ωμική πτώση»)
2. φρ. «ωμική αντίσταση»
φυσ. ηλεκτρική αντίσταση κατά μήκος της οποίας, όταν το κύκλωμα διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα, απελευθερώνεται ενέργεια με τη μορφή θερμότητας, που μπορεί να υπολογιστεί με βάση τον νόμο του Τζάουλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ohmic < [Georg Simon] Ohm, όν. Γερμανού φυσικού].