ωσμόμετρο: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(47c) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ωσμώμετρο]] και εσφ. τ. [[οσμόμετρο]], το, Ν<br /><b>χημ.</b> [[διάταξη]] για τη [[μέτρηση]] της ωσμωτικής πίεσης [[ανάμεσα]] σε ένα [[διάλυμα]] και στον αντίστοιχο διαλύτη, με ταυτόχρονο προσδιορισμό τών μοριακών βαρών τών συστατικών του διαλύματος (α. «[[δυναμικό]] [[ωσμόμετρο]]» β. «στατικό [[ωσμόμετρο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὠσμ</i>-<i>ός</i> / <i>ώσμωση</i> <span style="color: red;">+</span> -[[μέτρο]]. Ο τ. [[οσμόμετρο]] [[είναι]] [[εσφαλμένος]]. Η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, | |mltxt=και [[ωσμώμετρο]] και εσφ. τ. [[οσμόμετρο]], το, Ν<br /><b>χημ.</b> [[διάταξη]] για τη [[μέτρηση]] της ωσμωτικής πίεσης [[ανάμεσα]] σε ένα [[διάλυμα]] και στον αντίστοιχο διαλύτη, με ταυτόχρονο προσδιορισμό τών μοριακών βαρών τών συστατικών του διαλύματος (α. «[[δυναμικό]] [[ωσμόμετρο]]» β. «στατικό [[ωσμόμετρο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὠσμ</i>-<i>ός</i> / <i>ώσμωση</i> <span style="color: red;">+</span> -[[μέτρο]]. Ο τ. [[οσμόμετρο]] [[είναι]] [[εσφαλμένος]]. Η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>osmometre</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
και ωσμώμετρο και εσφ. τ. οσμόμετρο, το, Ν
χημ. διάταξη για τη μέτρηση της ωσμωτικής πίεσης ανάμεσα σε ένα διάλυμα και στον αντίστοιχο διαλύτη, με ταυτόχρονο προσδιορισμό τών μοριακών βαρών τών συστατικών του διαλύματος (α. «δυναμικό ωσμόμετρο» β. «στατικό ωσμόμετρο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠσμ-ός / ώσμωση + -μέτρο. Ο τ. οσμόμετρο είναι εσφαλμένος. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. osmometre].