ἀρσενόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρσενόθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ανδρικό [[φρόνημα]], που σκέφτεται αντρίκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρσην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θυμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δακέθυμος]], [[εχέθυμος]])].
|mltxt=[[ἀρσενόθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ανδρικό [[φρόνημα]], που σκέφτεται αντρίκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρσην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θυμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] ([[πρβλ]]. [[δακέθυμος]], [[εχέθυμος]])].
}}
}}

Revision as of 15:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρσενόθῡμος Medium diacritics: ἀρσενόθυμος Low diacritics: αρσενόθυμος Capitals: ΑΡΣΕΝΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: arsenóthymos Transliteration B: arsenothymos Transliteration C: arsenothymos Beta Code: a)rseno/qumos

English (LSJ)

ον, A man-minded, Procl.H.7.3, Nonn.D.34.352.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρσενόθῡμος: -ον, ὁ ἀνδρικὴν ψυχὴν ἢ διάθεσιν ἔχων, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Παλλάδ. 3, Δ. 34. 552.

Spanish (DGE)

-ον
de mente o corazón viril ref. a Atenea, Procl.H.7.3, ἀνάγκη Nonn.D.34.352.

Greek Monolingual

ἀρσενόθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ανδρικό φρόνημα, που σκέφτεται αντρίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -θυμος < θυμός (πρβλ. δακέθυμος, εχέθυμος)].