ἀρτηρίασις: Difference between revisions
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρτηρίασις]], η (Μ)<br />η βρογχίτις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτηριώ</i> (-<i>άω</i>), που ανήκει στα ρήματα που δηλώνουν [[ασθένεια]] ( | |mltxt=[[ἀρτηρίασις]], η (Μ)<br />η βρογχίτις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτηριώ</i> (-<i>άω</i>), που ανήκει στα ρήματα που δηλώνουν [[ασθένεια]] ([[πρβλ]]. [[ψωρίασις]] <span style="color: red;"><</span> [[ψωριώ]], <i>ερυθρίασις</i> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθριώ]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 23 August 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, A bronchitis, Isid.Etym.4.7.14.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic. afección de la tráquea de la ronquera, Isid.Etym.4.7.14.
Greek Monolingual
ἀρτηρίασις, η (Μ)
η βρογχίτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτηριώ (-άω), που ανήκει στα ρήματα που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ψωρίασις < ψωριώ, ερυθρίασις < ερυθριώ κ.ά.)].