ἔξαιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔξαιμος]], -ον (AM)<br />αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] αίματος («φλεβοτομούμενος... ἕως [[ἔξαιμος]] ἐγένετο», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εκ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αίμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άναιμος]], [[εύαιμος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἔξαιμος]], -ον (AM)<br />αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] αίματος («φλεβοτομούμενος... ἕως [[ἔξαιμος]] ἐγένετο», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εκ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αίμα]] ([[πρβλ]]. [[άναιμος]], [[εύαιμος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἔξαιμος:''' лишенный крови, обескровленный ([[θηρίον]] Diod.).
|elrutext='''ἔξαιμος:''' лишенный крови, обескровленный ([[θηρίον]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 16:01, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαιμος Medium diacritics: ἔξαιμος Low diacritics: έξαιμος Capitals: ΕΞΑΙΜΟΣ
Transliteration A: éxaimos Transliteration B: exaimos Transliteration C: eksaimos Beta Code: e)/caimos

English (LSJ)

ον, (αἷμα) A bloodless, drained of blood, Hp.VC16, Epid.5.6, D.S.3.35, etc.

German (Pape)

[Seite 863] blutleer, verblutet, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαιμος: -ον, (αἷμα) «ὁ λίφαιμος, ὁ πλεῖστον αἷμα κενώσας» Σουΐδ.˙ φλεβοτομούμενος δέ… ἕως ἔξαιμος ἐγένετο Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ε΄, 1143, 9, π. τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 909, Διόδ. 3. 35. κτλ.˙ οὕτως, ἐξαίμων, ονος, ὁ, ἡ, Πολυδ. Δ΄, 186, Η΄, 79.

Spanish (DGE)

-ον
1 cirug., de heridas que ha dejado de sangrar, limpio de sangre Hp.VC 16.
2 desangrado, exangüe gener. como pred. τὸ παιδίον, ὥσπερ ἔξαιμον γενόμενον πρότερον, πάλιν ἀνεβίωσεν Arist.HA 587a23, cf. LXX 2Ma.14.46, Plu.2.970d, κροκόδειλος D.S.1.35, θηρία D.S.3.35, cf. Str.15.1.42, ἔ. ὢν καὶ καταβελὴς ὁ Κούρτιος D.H.2.42, ποιήσαντες ἔξαιμον τὸ ζῷον Agatharch.55, cf. D.C.43.11.4, mág. en POxy.4468re.128, Hippiatr.26.21
como resultado terapéutico de una sangría φλεβοτομούμενος ... ἕως ἔ. ἐγένετο Hp.Epid.5.6.

Greek Monolingual

ἔξαιμος, -ον (AM)
αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε μεγάλη ποσότητα αίματος («φλεβοτομούμενος... ἕως ἔξαιμος ἐγένετο», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + -αιμος < αίμα (πρβλ. άναιμος, εύαιμος κ.ά.)].

Russian (Dvoretsky)

ἔξαιμος: лишенный крови, обескровленный (θηρίον Diod.).