ἡμερόβιος: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἡμερόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει μόνο μια [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημερόβιον</i><br />[[γένος]] εντόμων της οικογένειας [[ημεροβιίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βραχύβιος]], ο ολιγοζώητος<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που δρα [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας και ησυχάζει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Διογένη) αυτός που ζει με [[μεγάλη]] [[λιτότητα]] έχοντας τα απαραίτητα για τη συντήρησή του μόνο για μία [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), | |mltxt=-α, -ο (Α [[ἡμερόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει μόνο μια [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημερόβιον</i><br />[[γένος]] εντόμων της οικογένειας [[ημεροβιίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βραχύβιος]], ο ολιγοζώητος<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που δρα [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας και ησυχάζει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Διογένη) αυτός που ζει με [[μεγάλη]] [[λιτότητα]] έχοντας τα απαραίτητα για τη συντήρησή του μόνο για μία [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. <i>δενδρό</i>-<i>βιος</i>, <i>υδρό</i>-<i>βιος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A living for a day: τὸ ἡ.,= τὸ ἐφήμερον, an insect, esp. may-fly, Thphr.Metaph.29, Plin.HN11.120; of Diogenes, living from hand to mouth, Satyr. ap. Porph.Abst.p.270 N.
German (Pape)
[Seite 1166] in den Tag hineinlebend, der nur auf einen Tag Unterhalt hat od. sucht, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερόβῐος: -ον, ζῶν ἐπὶ μίαν ἡμέραν, τό ἡμ. = τό ἐφήμερον, ἔντομόν τι, Πλίν. 11. 43· ἐπὶ ἐπαιτῶν, ἰδίως ἐπὶ τοῦ Διογένους, κτλ., ζῶν διὰ τοῦ τῆς ἡμέρας κέρδους, Σάτυρ. παρ’ Ἱερων. 2. 207. πρβλ. Θεόγνωστ. ἐν Α. Β. 1381.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἡμερόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει μόνο μια ημέρα
2. το ουδ. ως ουσ. το ημερόβιον
γένος εντόμων της οικογένειας ημεροβιίδες
νεοελλ.
1. ο βραχύβιος, ο ολιγοζώητος
2. (για ζώα) αυτός που δρα κατά τη διάρκεια της ημέρας και ησυχάζει κατά τη διάρκεια της νύχτας
αρχ.
1. (για τον Διογένη) αυτός που ζει με μεγάλη λιτότητα έχοντας τα απαραίτητα για τη συντήρησή του μόνο για μία ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. δενδρό-βιος, υδρό-βιος].