ἡμίοπος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμίοπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για αυλό) αυτός που έχει μισό αριθμό οπών, [[ατελής]] («ἡμίοποι αὐλοί» — με [[τρεις]] μόνο τρύπες, Ανακρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ατελές, μικρό [[πράγμα]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Γαλ.</b>) «ἡμίοπον<br />ἥμισυ»·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>οπή</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>οπος</i>)].
|mltxt=[[ἡμίοπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για αυλό) αυτός που έχει μισό αριθμό οπών, [[ατελής]] («ἡμίοποι αὐλοί» — με [[τρεις]] μόνο τρύπες, Ανακρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ατελές, μικρό [[πράγμα]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Γαλ.</b>) «ἡμίοπον<br />ἥμισυ»·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>οπή</i> ([[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>οπος</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡμίοπος:'''<br /><b class="num">1)</b> имеющий (лишь) половину отверстий: ἡ. [[αὐλός]] Anacr. свирель с тремя отверстиями (вместо обычных шести);<br /><b class="num">2)</b> неполный, маленький Aesch.
|elrutext='''ἡμίοπος:'''<br /><b class="num">1)</b> имеющий (лишь) половину отверстий: ἡ. [[αὐλός]] Anacr. свирель с тремя отверстиями (вместо обычных шести);<br /><b class="num">2)</b> неполный, маленький Aesch.
}}
}}

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίοπος Medium diacritics: ἡμίοπος Low diacritics: ημίοπος Capitals: ΗΜΙΟΠΟΣ
Transliteration A: hēmíopos Transliteration B: hēmiopos Transliteration C: imiopos Beta Code: h(mi/opos

English (LSJ)

ον, (ὀπή) A with half its holes, ἡ. αὐλοί flutes with only three holes, Anacr.20; ἡ. (without αὐλός), ὁ, used metaph. of something small, A.Fr.91. II ἡμίοπον· ἥμισυ, Gal.19.102.

German (Pape)

[Seite 1169] halb durchlöchert, αὐλοί, kleine Flöten mit drei Löchern, Aesch. bei Poll. 6, 161; Ath. IV, 182 c; Hesych. μὴ τέλειοι αὐλοί.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίοπος: -ον, (ὀπὴ) ἔχων ἡμισείας ὀπάς, ἡμίοποι αὐλοί, φέροντες μόνον τρεῖς ὀπάς, μὴ τέλειοι αὐλοί, Ἀνακρ. 19˙ ἡμ. (ἄνευ τοῦ αὐλός), ὁ, ἐν χρήσει μεταφ. ἐπὶ μικροῦ, ἀτελοῦς πράγματος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 89.

Greek Monolingual

ἡμίοπος, -ον (Α)
1. (για αυλό) αυτός που έχει μισό αριθμό οπών, ατελής («ἡμίοποι αὐλοί» — με τρεις μόνο τρύπες, Ανακρ.)
2. μτφ. ατελές, μικρό πράγμα
3. (κατά τον Γαλ.) «ἡμίοπον
ἥμισυ»·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -οπος < οπή (πρβλ. πολύ-οπος)].

Russian (Dvoretsky)

ἡμίοπος:
1) имеющий (лишь) половину отверстий: ἡ. αὐλός Anacr. свирель с тремя отверстиями (вместо обычных шести);
2) неполный, маленький Aesch.