ἰσομήκης: Difference between revisions
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όμηκες (Α [[ἰσομήκης]], -όμηκες)<br />[[ίσος]] με άλλον [[κατά]] το [[μήκος]] («[[ἰσομήκης]] πως τῇ Ἀττικῇ», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]]), | |mltxt=-όμηκες (Α [[ἰσομήκης]], -όμηκες)<br />[[ίσος]] με άλλον [[κατά]] το [[μήκος]] («[[ἰσομήκης]] πως τῇ Ἀττικῇ», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]]), [[πρβλ]]. <i>ιδιο</i>-<i>μήκης</i>, <i>στενο</i>-<i>μήκης</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ες, A equal in length, Arist.HA506b14; τῇ Ἀττικῇ Str.9.2.1; of numbers, having a common factor, Pl.R. 546c.
German (Pape)
[Seite 1265] ες, gleich lang; Plat. Rep. VIII, 546 c; Arist. H. A. 2, 16 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσομήκης: -ες, ἴσος τὸ μῆκος, Πλάτ. Πολ. 546C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 14· τινὶ Στράβ. 400, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
égal en longueur, de même longueur.
Étymologie: ἴσος, μῆκος.
Greek Monolingual
-όμηκες (Α ἰσομήκης, -όμηκες)
ίσος με άλλον κατά το μήκος («ἰσομήκης πως τῇ Ἀττικῇ», Στράβ.)
αρχ.
(για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ιδιο-μήκης, στενο-μήκης].
Greek Monotonic
ἰσομήκης: -ες (μῆκος), ίσος στο μήκος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσομήκης: имеющий одинаковую длину Plat., Arst.