ἰσόδομος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόδομος]], -ον)<br />(για τοίχο) ο κτισμένος [[κατά]] ίσους δόμους, [[δηλαδή]] με σειρές λίθων ίσου μεγέθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ισόδομο</i><br />η [[ισοδομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεσό</i>-<i>δομος</i>, <i>υψί</i>-<i>δομος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόδομος]], -ον)<br />(για τοίχο) ο κτισμένος [[κατά]] ίσους δόμους, [[δηλαδή]] με σειρές λίθων ίσου μεγέθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ισόδομο</i><br />η [[ισοδομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]]), [[πρβλ]]. <i>μεσό</i>-<i>δομος</i>, <i>υψί</i>-<i>δομος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόδομος Medium diacritics: ἰσόδομος Low diacritics: ισόδομος Capitals: ΙΣΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: isódomos Transliteration B: isodomos Transliteration C: isodomos Beta Code: i)so/domos

English (LSJ)

ον, of walls, A built in equal courses, Vitr.2.8.6, Plin.HN36.171.

German (Pape)

[Seite 1264] gleichgebau't, aus regelmäßigen, gleichgroßen Steinen gebau't, Vitruv. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόδομος: -ον, ἐπὶ τοίχου, ᾠκοδομημένος κατὰ (κανονικὰς) ἴσας σειράς, ἀντίθετον τῷ ψευδισόδομος, ᾠκοδομημένος κατ’ ἀνίσους σειράς, Πλίν. 36. 51, Βιτρούβ. 2. 8. § 33.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόδομος, -ον)
(για τοίχο) ο κτισμένος κατά ίσους δόμους, δηλαδή με σειρές λίθων ίσου μεγέθους
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ισόδομο
η ισοδομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δομος (< δόμος), πρβλ. μεσό-δομος, υψί-δομος].