ἰσόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόπλευρος]], -ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο [[τρίγωνο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />1) (για αριθμό) [[τετράγωνος]]<br />2) <b>(ρητ.)</b> (για περιόδους) με ίσο [[μήκος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοπλεύρως</i> (Α)<br />με ισόπλευρο τρόπο, με [[τετράγωνο]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτιό</i>-<i>πλευρος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>πλευρος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόπλευρος]], -ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο [[τρίγωνο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />1) (για αριθμό) [[τετράγωνος]]<br />2) <b>(ρητ.)</b> (για περιόδους) με ίσο [[μήκος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοπλεύρως</i> (Α)<br />με ισόπλευρο τρόπο, με [[τετράγωνο]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), [[πρβλ]]. <i>αρτιό</i>-<i>πλευρος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>πλευρος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰσόπλευρος:'''<br /><b class="num">1)</b> равносторонний ([[τρίγωνον]], [[ἐπίπεδον]] Plat.; [[τετράγωνον]] Arst., Polyb.; [[πεντάγωνον]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> мат. возведенный во вторую степень, квадратный ([[ἀριθμός]] Plat., Arst.).
|elrutext='''ἰσόπλευρος:'''<br /><b class="num">1)</b> равносторонний ([[τρίγωνον]], [[ἐπίπεδον]] Plat.; [[τετράγωνον]] Arst., Polyb.; [[πεντάγωνον]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> мат. возведенный во вторую степень, квадратный ([[ἀριθμός]] Plat., Arst.).
}}
}}

Revision as of 16:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπλευρος Medium diacritics: ἰσόπλευρος Low diacritics: ισόπλευρος Capitals: ΙΣΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: isópleuros Transliteration B: isopleuros Transliteration C: isoplevros Beta Code: i)so/pleuros

English (LSJ)

ον, A with equal sides, πλαίσιον X.An.3.4.19, etc.: freq. in Geom., equilateral, τρίγωνον Pl.Ti.54a, 54e; ἐπίπεδον ib.55e; τετράγωνον Plb.6.31.10. II of numbers, square, opp. ἑτερομήκης, Pl.Tht.148a, Arist.APo.73a40. Adv. -πλεύρως Nicom.Ar.2.13. III Rhet., of periods, Hermog. Inv.4.3.

German (Pape)

[Seite 1266] gleichseitig; τρίγωνα Plat. Tim. 54 e; Euclid.; τετράγωνον Pol. 6, 31, 10; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπλευρος: -ον, ἔχων ἴσας τὰς πλευράς, ἰσόπλευρον τρίγωνον Πλάτ. Τίμ. 54Α, Ε· ἐπίπεδον ἰσόπλευρον ἰσοπλεύρου αὐτόθι 55Ε. ΙΙ. ἐπὶ ἀριθμῶν, τετράγωνος, ἀντίθετον τῷ ἑτερομήκης, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 147Ε, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 4, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόπλευρος, -ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο τρίγωνο»)
αρχ.
1) (για αριθμό) τετράγωνος
2) (ρητ.) (για περιόδους) με ίσο μήκος.
επίρρ...
ἰσοπλεύρως (Α)
με ισόπλευρο τρόπο, με τετράγωνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αρτιό-πλευρος, χρυσό-πλευρος].

Russian (Dvoretsky)

ἰσόπλευρος:
1) равносторонний (τρίγωνον, ἐπίπεδον Plat.; τετράγωνον Arst., Polyb.; πεντάγωνον Plut.);
2) мат. возведенный во вторую степень, квадратный (ἀριθμός Plat., Arst.).