ἱπποσέλινον: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱπποσέλινον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] αγριοσέλινου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σέλινον]]. Το α' συνθετικό <i>ἱππο</i>- εδώ με επιτατική [[λειτουργία]] («υπερβολικά μεγάλο»), | |mltxt=[[ἱπποσέλινον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] αγριοσέλινου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σέλινον]]. Το α' συνθετικό <i>ἱππο</i>- εδώ με επιτατική [[λειτουργία]] («υπερβολικά μεγάλο»), [[πρβλ]]. <i>ιππό</i>-<i>κρημνος</i>, <i>ιππο</i>-[[λάπαθον]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 16:15, 23 August 2021
English (LSJ)
τό, A Alexanders, Smyrnium olusatrum, alisanders, horse parsley, smyrnium Thphr. HP2.2.1, Arist.Pr.923a34, Dsc.3.67: metaph., γελᾶν ἱπποσέλινα Pherecr.131.4.
German (Pape)
[Seite 1261] τό, eine große Art Eppich, Theophr. u. Sp.; ἱπποσέλινα γελᾶν Pherecr. Ath. XV, 685 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποσέλῑνον: τό, εἶδος τραχέος ἀγριοσελίνου, Smyrnium olusatrum, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 1, κ. ἀλλ.· μεταφ., γελᾶν ἱπποσέλινα Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 2.
Greek Monolingual
ἱπποσέλινον, τὸ (Α)
είδος αγριοσέλινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + σέλινον. Το α' συνθετικό ἱππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό-κρημνος, ιππο-λάπαθον.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποσέλῑνον: τό бот. конская петрушка (Smyrnium olus atrum) Arst.
Translations
ar: سمورنيون بقلي; ca: aleixandri; cy: dulys; de: Pferdeeppich; el: σμύρνιον το μελανοσέλινον; fa: جعفری اسب; fr: maceron; ga: lusrán grándubh; hr: zelenkasta lesandra; hu: osztottlevelű őzsaláta; kab: ixses; nl: zwartmoeskervel; pl: przewłoka warzywna; ru: смирния европейская