ἱκετήσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱκετήσιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) <i>Ἱκετήσιος</i><br />ο [[προστάτης]] τών ικετών<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἱκετήσιος]]<br />ο [[ικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ησιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βιοτ</i>-<i>ήσιος</i>, <i>φιλοτ</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=[[ἱκετήσιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) <i>Ἱκετήσιος</i><br />ο [[προστάτης]] τών ικετών<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἱκετήσιος]]<br />ο [[ικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ησιος</i> ([[πρβλ]]. <i>βιοτ</i>-<i>ήσιος</i>, <i>φιλοτ</i>-<i>ήσιος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκετήσιος Medium diacritics: ἱκετήσιος Low diacritics: ικετήσιος Capitals: ΙΚΕΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: hiketḗsios Transliteration B: hiketēsios Transliteration C: iketisios Beta Code: i(keth/sios

English (LSJ)

α, ον, epithet of Zeus,= ἱκέσιος, 13.213. II suppliant, Nonn. D.36.379.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκετήσιος: ῐ, α, ον, ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς θεοῦ προστάτου τῶν ἱκετῶν, Ὀδ. Ν. 213. ΙΙ. ὡς τὸ ἱκέσιος, Νόνν. Δ. 36. 379.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
protecteur des suppliants.
Étymologie: ἱκέτης.

English (Autenrieth)

of suppliants, protector of suppliants, epithet of Zeus, Od. 13.213†.

Greek Monolingual

ἱκετήσιος, -ία, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Διός) Ἱκετήσιος
ο προστάτης τών ικετών
2. το αρσ. ως ουσ.ἱκετήσιος
ο ικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ησιος (πρβλ. βιοτ-ήσιος, φιλοτ-ήσιος)].

Greek Monotonic

ἱκετήσιος: [ῐ], -α, -ον, επίθ. του Δία, προστάτης θεός των ικετών, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἱκετήσιος: (ῐκ) охраняющий ищущих защиты, заступник просящих убежища (Ζεύς Hom.).

Middle Liddell

ἱ˘κετήσιος, η, ον
epithet of Zeus, as tutelary god of suppliants, Od.